- σχετικοκρατία
- gürecilik, izafiye, rölativizm
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
σχετικοκρατία — η, Ν (φιλοσ.) γνωσιοθεωρητική άποψη η οποία υπερβάλλει τη σχετικότητα τής γνώσης αρνούμενη τον αντικειμενικό χαρακτήρα τής αλήθειας, αλλ. σχετικισμός ή ρελατιβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχετικός + κρατία (< κράτης < κρατώ), απόδοση στην ελλ. τού… … Dictionary of Greek
σχετικοκρατία — η φιλοσοφικό σύστημα σύμφωνα με το οποίο δεν υπάρχει απόλυτη αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτισμός — Με το γενικό όρο «πολιτισμός» στη γλώσσα μας υποδηλώνονται δύο έννοιες, για τις οποίες οι άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες διαθέτουν ξεχωριστούς όρους:civilisationκαι culture. Αλλά κι εκεί, παρότι οι όροι είναι διαχωρισμένοι, τα όρια των δύο εννοιών δεν… … Dictionary of Greek
σχετικισμός — Λέγεται και σχετικοκρατία. Με τον όρο αυτό χαρακτηρίζεται κάθε αντιμετώπιση της πραγματικότητας (φυσικής, ιστορικής ή ηθικής) που αποκλείει την ύπαρξη απόλυτων αρχών ερμηνείας και συμπεριφοράς, που να ισχύουν δηλαδή σε κάθε τόπο και χρόνο.… … Dictionary of Greek
πολιτιστικός — ή, ό, Ν 1. (κοινων.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πνευματικό, ιδίως, πολιτισμό και στα επιμέρους στοιχεία του 2. ο πολιτισμικός 3. φρ. α) «πολιτιστική εξέλιξη» η ανάπτυξη ενός πολιτισμού από τις απλούστερες προς τις πιο πολύπλοκες μορφές με … Dictionary of Greek
ρελατιβισμός — ο, Ν ο σχετικισμός, η σχετικοκρατία. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. relativisme < υστερολατ. relativus «σχετικός» (< λατ. relatus < refero «αναφέρω») + κατάλ. isme (βλ. ισμός)] … Dictionary of Greek
σχετικότητα — η, Ν [σχετικός] 1. η ιδιότητα τού σχετικού, αυτού που υπάρχει υπό όρους, που είναι εξαρτημένο, που δεν είναι απόλυτο («η σχετικότητα τών ανθρώπινων γνώσεων») 2. φυσ. η ιδιότητα τών φυσικών μεγεθών να έχουν τιμές που εξαρτώνται από συγκεκριμένες… … Dictionary of Greek